τροφαντός

τροφαντός
τροφαντός, -ή, -ό και τορφαντός, -ή, -ό
(αντί προφαντός)
1. πρώιμος, πρωτόφαντος (για καρπούς): Τροφαντό πορτοκάλι.
2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος, μεστωμένος (για ανθρώπους): Τροφαντό κορίτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τροφαντός — και τορφαντός, ή, ό, Ν 1. (για καρπούς και λαχανικά) αυτός που ωρίμασε νωρίς, πρώιμος 2. (για πρόσ.) αφράτος, προκλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πρωτοφαντός (< πρωτ(ο) * + φαντός < φαίνω) με ανομοίωση. Κατ άλλη άποψη, το τ τού τ. κατ… …   Dictionary of Greek

  • προφαντός — ή, ό, Ν (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώτος, τροφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πρόφαντος, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τορφαντός — ή, ό, Ν βλ. τροφαντός …   Dictionary of Greek

  • προφαντός, -ή, -ό — και τροφαντός ή, ό για καρπούς και κυρ. για λαχανικά, αυτός που πρώτος ωριμάζει, που παρουσιάζεται πρώτος στην αγορά: Ντομάτες προφαντές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορφαντός — ή, ό τροφαντός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”